Το χρονίζον πρόβλημα της δανειοδότησης των τηλεοπτικών σταθμών συνιστά
μια από τις μεγαλύτερες εκκρεμότητες της χώρας. Αποδεικνύει δε την
αδυναμία του πολιτικού συστήματος να θεσμοθετήσει κανόνες στον
πολυδύναμο χώρο των μίντια. Οι λογικές εύνοιας, πατρωνίας, πελατειακών
σχέσεων, ακόμη και συνδιαλλαγής, ακύρωναν την όποια πολιτική βούληση
υπήρχε. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι πριν από περίπου είκοσι πέντε χρόνια
όλες οι παρατάξεις (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Συνασπισμός) συμφώνησαν και ενέκριναν τη
λειτουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών χωρίς καμία διαδικασία ελέγχου.
Ως εκ τούτου, κανείς δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι διατηρεί άθικτη την
πολιτική του παρθενιά.
Δεν είναι τυχαίο πως οι σχέσεις πολιτικής εξουσίας με τα μίντια
θεωρούνται από πολλούς αιμομικτικές. Πολύς λόγος γίνεται περί διαπλοκής
και επιχειρηματικών συμφερόντων. Κανείς δεν υποστηρίζει ότι το πρόβλημα
δεν είναι υπαρκτό. Αναμφίβολα υφίσταται. Και ένα σύγχρονο πολιτικό
σύστημα υποχρεούται να οριοθετήσει με σαφήνεια τις σχέσεις του με την
οικονομική εξουσία και κατ’ επέκταση με τα επιχειρηματικά συμφέροντα που
διαπλέκονται στο πεδίο των ΜΜΕ. Όμως, ο λόγος περί διαπλοκής οφείλει να
είναι καθαρός, διακριτός και συγκεκριμένος χωρίς υπονοούμενα,
νεφελώδεις ενστάσεις ή κατηγορίες. Κι αυτό διότι οι αόριστες
καταγγελίες, η σπερμολογία ανυπόστατων φημών, η συνωμοσιολογία, αλλά και
η πολιτική μισαλλοδοξία ή η επικοινωνιακή προπαγάνδα συνιστούν την
πρώτη ύλη του λαϊκισμού.
Η αντιμετώπιση της διαπλοκής επιτυγχάνεται με αυστηρούς κανόνες
διαφάνειας και ισοτιμίας, καθώς και με την επιβολή ενός υγιούς πλαισίου
ανάπτυξης της επιχειρηματικότητας. Δυστυχώς, ο νόμος της κυβέρνησης
ΣΥΡΙΖΑ–ΑΝΕΛ απέχει παρασάγγας από τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις.
Αντιθέτως χαρακτηρίζεται από την προσπάθειά της να παρέμβει στο χώρο των
ΜΜΕ, αντικαθιστώντας τους σημερινούς καναλάρχες με άλλους.
Μάλιστα, προκειμένου να πετύχει τον στόχο της, κάνει κάτι πρωτοφανές:
αφαιρεί από τις ανεξάρτητες αρχές τις αρμοδιότητές τους, μεταφέροντάς
τες σε έναν υπερσυγκεντρωτικό υπουργό αρμόδιο για τα ΜΜΕ. Αλλά το πλέον
παράδοξο είναι ότι καθορίζει ποια επιχειρηματικά συμφέροντα μπορούν να
αποκτούν άδειες τηλεοπτικών σταθμών, χωρίς αυτό να συνοδεύεται με τη
θεσμοθέτηση συγκεκριμένων κριτηρίων και με βάση τους συνταγματικούς
κανόνες.
Στην ουσία η σημερινή «πρώτη φορά αριστερά» κυβέρνηση, στο όνομα
εξυπηρέτησης κάποιων πρόσκαιρων συμφερόντων της, καταπατά και
εξοστρακίζει τις θεμελιώδεις αρχές λειτουργίας της ελεύθερης οικονομίας,
του επιχειρείν αλλά και του δημοκρατικού πολιτεύματος. Οι επαχθέστατες
νομοθετικές προβλέψεις οδηγούν στη συρρίκνωση των επιχειρήσεων που ήδη
δραστηριοποιούνται στον χώρο των ραδιοτηλεοπτικών ΜΜΕ ή και σε
υποχρεωτικές συγχωνεύσεις. Εξάλλου σε μία αγορά που έχει
πληγεί δραματικά, λόγω κρίσης, σημειώνοντας ακόμη και
48% μείωση τζίρου, οι άμεσες και έμμεσες επιβαρύνσεις είναι εξοντωτικές.
Στην πραγματικότητα η κυβέρνηση προσπαθεί να διαμορφώσει τις
προϋποθέσεις δημιουργίας νέων δικτύων στον χώρο των ΜΜΕ, που θα
στηρίζονται σε άγνωστα επιχειρηματικά συμφέροντα χωρίς δυνατότητα
ελέγχου.
Παράλληλα, με τον νόμο ιδρύονται δύο ακόμα φορείς του Δημοσίου καθώς
και μία νέα επιχείρηση με το «καπέλο» της ΕΡΤ (ΕΡΤnet Α.Ε.), για την
παροχή διαδικτυακού περιεχομένου. Έτσι, η πτωχευμένη Ελλάδα θα έχει
πέντε δημόσια τηλεοπτικά κανάλια πανελλήνιας εμβελείας, δεκαεννέα
δημόσιους, περιφερειακούς, ραδιοφωνικούς σταθμούς, δέκα δημόσια
ραδιόφωνα, και άγνωστο πόσους δημόσιους ιστότοπους ενημέρωσης, χωρίς να
προσμετράμε σε αυτά το, επίσης, δημόσιο ΑΠΕ/ΜΠΕ, που πρόσφατα εξέδωσε
και έντυπο free press. Όλα αυτά, χρηματοδοτούμενα από τον σχεδόν άδειο
πλέον κορβανά των ανηλεώς φορολογουμένων πολιτών.
Το ερώτημα που θέτει η κυβερνητική επιλογή είναι: Ποια σκοπιμότητα
εξυπηρετεί ο νόμος που ανατρέπει τα πρώτα βήματα εξορθολογισμού του
τηλεοπτικού τοπίου στην Ελλάδα και της επιτυχούς σύγκλισης της χώρας στα
ευρωπαϊκά πρότυπα; Πάντως καμία εξυγίανση και κανένας εκσυγχρονισμός
δεν επιτυγχάνονται με κρατικίστικες λογικές. Ο εξορθολογισμός του
θεσμικού πλαισίου των ΜΜΕ όπως τον εννοεί η κυβέρνηση μάλλον τις ορέξεις
διαφόρων επίδοξων καναλαρχών ικανοποιεί. Είναι εμφανές πως η
πολυδιαφημιζόμενη διαμάχη της με τη διαπλοκή αποδεικνύεται κάλπικη. Οι
κυβερνητικές προτεραιότητες δεν εδράζονται σε μια στρατηγική εξόδου της
χώρας από την κρίση, αλλά στον έλεγχο της εξουσίας και των μηχανισμών
της, στη χειραγώγηση της ενημέρωσης και της πληροφόρησης, για την
εξυπηρέτηση ανομολόγητων συμφερόντων.
«Η πράξη είναι το μοναδικό κριτήριο της αλήθειας», έλεγε ο Μάο. Οι
ενέργειες λοιπόν της σημερινής κυβέρνησης, η οποία επαγγέλθηκε το νέο,
αυτοεμφανίστηκε με τη ρομφαία κατά της διαπλοκής, που διατυμπάνιζε τις
δημοκρατικές και αριστερές της ευαισθησίας, φανερώνουν πόσο κολλημένη
στο παρελθόν βρίσκεται. Αποδεικνύουν την έντονη ροπή της στις
καθεστωτικές αντιλήψεις, στις αντιδημοκρατικές μεθοδεύσεις, στις
αυταρχικές πρακτικές.