Πρωτοβουλίες
μακράς πνοής
του Λεωνίδα Γρηγοράκου
Τα πολιτικά άκρα, είτε αριστερόστροφα είτε δεξιόστροφα
συνιστούν πραγματικότητα στον ευρωπαϊκό χώρο. Ο εθνολαϊκισμός έχει απήχηση σε
συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες του πληθυσμού, ενδυόμενος σκληρό, ταξικό και
αντισυστημικό λόγο. Το παράδειγμα του βρετανικού δημοψηφίσματος είναι
αποκαλυπτικό. Εξίσου σημαντική εμφανίζεται και η επιρροή που διατηρεί ακόμη και
σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ σε διάφορες υποβαθμισμένες περιοχές. Η οικονομική κρίση, η
ανέχεια, η ανασφάλεια, η ανεργία αιμοδοτούν δυνάμεις που βρίσκονται στα άκρα του
πολιτικού συστήματος.
Η φθορά και η απαξίωση της παλαιάς πολιτικής τάξης στρέφει
σημαντικό τμήμα των πολιτών σε νεότευκτα σχήματα. Η χρεοκοπία της χώρας ταυτίστηκε
στο υποσυνείδητο των πολιτών με τα κόμματα εξουσίας Βέβαια, η πραγματικότητα
είναι διαφορετική. Μερίδιο ευθύνης φέρουν όλοι. Κυβερνώντες, αντιπολιτευόμενοι,
αλλά και συνδικαλιστικές ηγεσίες αντιτάχθηκαν στις διαρθρωτικές αλλαγές, τις
μεταρρυθμίσεις, στον εκσυγχρονισμό που είχε ζωτική ανάγκη ο τόπος. Όλοι μας
συμφιλιωθήκαμε με την επίπλαστη ανάπτυξη. Η παραγωγική, οικονομική και
αναπτυξιακή υστέρηση ήταν έργο όλων μας.
Οι παθογένειες του λαϊκισμού, των συντεχνιακών και
πελατειακών συμφερόντων σε συνδυασμό με την έλλειψη συναίνεσης και σύνεσης
αποτελούν τροχοπέδη για την επίλυση των χρόνιων προβλημάτων στο κράτος και στην
οικονομία. Η δυστοκία των προοδευτικών και μεταρρυθμιστικών δυνάμεων να
επιβάλλουν την πολιτική τους ατζέντα είχε ως επακόλουθο να κυριαρχήσουν η
δημοκοπία, η λαϊκιστική ρητορική και η στείρα άρνηση.
Πάνω σ’ αυτό το έδαφος στηρίχθηκε η ανάδειξη του Αλέξη
Τσίπρα, ο οποίος αποδείχθηκε ένας επικίνδυνος δημαγωγός. Υποδαυλίζοντας τα
πλέον άγρια ένστικτα μερίδας πολιτών, αναρριχήθηκε στην εξουσία. Η πρωθυπουργία
του εξελίσσεται σε μνημείο αμφισημιών, αμφιθυμιών και ανερμάτιστων πολιτικών. Η
αδυναμία του να ανταποκριθεί στις αυξημένες απαιτήσεις της διακυβέρνησης είναι
πασιφανής.
Η μνημονιακή του
αναστροφή δεν συνοδεύτηκε από ουσιαστική αναθεώρηση και επανεξέταση των
πολιτικών του. Ήταν και παραμένει ο αυθεντικότερος εκφραστής ενός
εθνολαϊκίστικου ρεύματος. Γι’ αυτό και η μετακίνησή του προς το κέντρο του
πολιτικού συστήματος, όπως οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές του υποδεικνύουν,
καθίσταται εκ των πραγμάτων ατελέσφορη.
Η φθορά του υποσκάπτει ανεπανόρθωτα την κυριαρχία του. Το
σίγουρο είναι πως όποτε κι αν γίνουν εκλογές θα τις χάσει. Αυτό αποδεικνύουν
και οι μεθοδεύσεις του με τον εκλογικό
νόμο. Το καίριο ερώτημα, ωστόσο, παραμένει: Με ποιες προϋποθέσεις, με ποιες
πολιτικές και με ποιες δυνάμεις μπορεί να υπάρξει εναλλακτική κυβερνητική λύση;
Η υπεροχή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν
αμφισβητείται. Από μόνη της όμως δεν συνιστά επαρκή όρο για αποτελεσματική
διακυβέρνηση. Η προσπάθειά του να ανασυνθέσει την Κεντροδεξιά προσκρούει στις
παγιωμένες συντηρητικές απόψεις και στα κοντόφθαλμα πολιτικά παιχνίδια. Συνεπώς
στις προτεραιότητές του δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνεται η αναζήτηση κοινού
βηματισμού όλων των φιλοευρωπαϊκών δυνάμεων, προκειμένου να διαμορφωθεί από
τώρα ένας ευρύτερος κυβερνητικός συνασπισμός.
Στο χέρι του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι να αναλάβει
πρωτοβουλίες συνεννόησης με το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι και την Ένωση Κεντρώων. Κι αυτό
γιατί η χώρα χρειάζεται πολιτικές κινήσεις μακράς πνοής που θα προτάσσουν το
εθνικό συμφέρον και όχι το κομματικό. Διαφορετικά θα εξακολουθεί να κινείται
στον αστερισμό των πολιτικών άκρων.